σαλμί

σαλμί
το, Ν
1. είδος φαγητού με κρέας κυνηγιού
2. σάλτσα που συνοδεύει το παραπάνω είδος φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. salmis, συντετμημένος τ. τού salmigondis «καρύκευμα από διάφορα βρασμένα κρέατα» (< γαλλ. sel «αλάτι» + αρχ. γαλλ. condir «καρυκεύω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαλμί — το (λ. γαλλ.), είδος φαγητού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”