- σαλμί
- το, Ν1. είδος φαγητού με κρέας κυνηγιού2. σάλτσα που συνοδεύει το παραπάνω είδος φαγητού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. salmis, συντετμημένος τ. τού salmigondis «καρύκευμα από διάφορα βρασμένα κρέατα» (< γαλλ. sel «αλάτι» + αρχ. γαλλ. condir «καρυκεύω»)].
Dictionary of Greek. 2013.